«Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου…»

Άλλα θέλω κι άλλα κάνω, πώς να σου το πω… που λέει κι ο Σωκράτης, στην αγαπημένη μου Πριγκιπέσσα. Άλλα ξεκίνησα να γράψω σήμερα, είδα όμως το ποστ της Ρίτσας και θυμήθηκα… 

Ο Τάσος Λειβαδίτης, ένας από τους πιο αγαπημένους μου ποιητές, και πάνε κιόλας 20 χρόνια που έφυγε. Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να μην έχει ακούσει, και σιγοτραγουδήσει το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» του -από κείνη την υπέροχη «Συνοικία το όνειρο«, του Αλέκου Αλεξανδράκη, μια από τις κορυφαίες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. 

Και με πήρε η νύχτα να ξεφυλίζω αγαπημένα ποιήματα, και ν’ ακούω το «Φυσάει» -έναν από τους πιο δυνατούς κι αγαπημένους μου δίσκους του Βασίλη. Και μια και δεν προφταίνω κάτι παραπάνω τώρα -θα το κάνω σίγουρα όμως αργότερα- ένα ποίημα του ποιητή, με τη φωνή του, που θέλω να είναι εδώ, σήμερα:

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (απόσπασμα)

Ναι, αγαπημένη μου.
Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.

Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου έσκυβε και με ρωτούσε.
Τι έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα.
Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα. Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια. Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα
όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά – θυμάσαι; – μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Θυμάσαι, αλήθεια, «την πρώτη μεγάλη μέρα μας»;
Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα έν’ απλό φτηνό φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο. Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια. Σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος
σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή – σου πήγαινε.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα. Βαδίζαμε δίχως λέξη. Μα και τι να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.
Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του. Ήπιαμε μια στα δυο. Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου. Τι σου είπε λοιπόν;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Δεν μπορεί, κάτι θα σου είπε.
Το ξενοδοχείο είταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό που μες στην αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τραίνα. Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω – πόσο σου πήγαιναν.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

Καλημέρα 🙂

υγ. Μια όμορφη αναφορά στον ποιητή, πριν λίγες μέρες, από τη Δήμητρα 🙂